ἡμίεφθος

ἡμίεφθος
ἡμί-εφθος, ον, ([etym.] ἕψω)
A half-boiled, Hp.Art.63, LXX Is.51.20, Dsc.Eup. 1.84, Gal.6.725: generally, half-cooked, even by roasting or frying, of Empedocles in Luc.DMort.20.4; v.l. for ἡμίοπτος, Id.Gall.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημίεφθος — ἡμίεφθος, ον (Α) 1. μισοβρασμένος 2. (σε κωμική έκφρ., για τον Εμπεδοκλή που ρίχθηκε στον κρατήρα τής Αίτνας) μισό ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εφθός «ψητός» (< έψω «βράζω, ψήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμίεφθος — half boiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίεφθον — ἡμίεφθος half boiled masc/fem acc sg ἡμίεφθος half boiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιέφθου — ἡμίεφθος half boiled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιέφθους — ἡμίεφθος half boiled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιέφθῳ — ἡμίεφθος half boiled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίεφθα — ἡμίεφθος half boiled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”